- στραβοκέφαλος
- η , ο1) с головой неправильной формы; 2) упрямый, упорный; строптивый; 3) сварливый, ворчливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραβοκέφαλος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει ακανόνιστο σχήμα τού κεφαλιού 2. αυτός που κρατάει το κεφάλι λοξά, τού οποίου το κεφάλι αποκλίνει από την κανονική θέση 3. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + κεφαλή] … Dictionary of Greek
στραβοκέφαλος — η, ο 1. άνθρωπος με κεφάλι που δεν έχει κανονικό σχήμα. 2. άνθρωπος δύστροπος και ισχυρογνώμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβοκεφαλιά — η, Ν [στραβοκέφαλος] 1. ισχυρογνωμοσύνη, παράλογη εμμονή σε κάτι 2. ιδιοτροπία, δυστροπία … Dictionary of Greek